ενιλλώπτω

ενιλλώπτω
ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, -έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ]
1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια
2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω
3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”